- δυσμένεια
- η (AM δυσμένεια, Α και -ίη)εχθρική διάθεση απέναντι σε κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δυσμενείᾳ — δυσμενείᾱͅ , δυσμένεια ill will fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσμένεια — ill will fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσμένεια — η το να μην έχει κανείς την εύνοια κάποιου, εχθρότητα: Έπεσα στη δυσμένεια του δασκάλου μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δυσμενείας — δυσμενείᾱς , δυσμένεια ill will fem acc pl δυσμενείᾱς , δυσμένεια ill will fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσμενείαι — δυσμενείᾱͅ , δυσμένεια ill will fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσμενειῶν — δυσμένεια ill will fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσμενείαις — δυσμένεια ill will fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσμένειαι — δυσμένεια ill will fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσμένειαν — δυσμένεια ill will fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δημήτριος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Δ. Α’ ο Πολιορκητής. Βλ. λ. Δημήτριος ο Πολιορκητής. 2. Δ. Β’, ο αποκαλούμενος Αιτωλικός (275 – 229 π.Χ.). Βασι λιάς της Μακεδονίας (239 229 π.Χ.). Ήταν γιος του Αντίγονου Γονατά, τον οποίο διαδέχτηκε… … Dictionary of Greek